ἀποδυσπετέω

Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A desist through impatience, Arist.Top.163b19; περὶ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμίαν Plu.2.502e; πρός τι Luc.Rh.Pr.3; σχέτλια ἀ. Alciphr.3.74. (πετ-, root of πίπτω.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδυσπετέω: ἀφίσταμαι, ἀπέχομαί τινος ἕνεκεν ἐλλείψεως ὑπομονῆς, Ἀριστ. Τοπ. 8. 14, 4· περί τι Πλούτ. 2. 502Ε· πρός τι Λουκ. Ρητ. διδ. 3.