ἁμερόκοιτος
From LSJ
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek (Liddell-Scott)
ἁμερόκοιτος: Δωρ. ἀντὶ ἡμερόκοιτος.
Greek Monotonic
ἁμερόκοιτος: Δωρ. αντί ἡμερόκοιτος.
Russian (Dvoretsky)
ἁμερόκοιτος: (α) дор. Eur. = ἡμερόκοιτος.