σπαργανιώτης

Revision as of 03:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A child in swaddlingclothes, h.Merc.301.

German (Pape)

[Seite 917] ὁ, Wickelkind, H. h. 2, 301, wie εἰραφιώτης gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

σπαργᾰνιώτης: -ου, ὁ, παιδίον ἐν σπαργάνοις, «φασκιωμένον», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 301· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ εἰραφιώτης.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
enveloppé de langes.
Étymologie: σπάργανον.

Greek Monolingual

ὁ, Α
παιδί στα σπάργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάργανον + επίθημα -ιώτης (πρβλ. στρατ-ιώτης)].

Greek Monotonic

σπαργᾰνιώτης: -ου, ὁ, βρέφος που βρίσκεται στα σπάργανα, στις φασκιές, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

σπαργᾰνιώτης: ου ὁ спеленутое дитя, грудной младенец HH.