ἐκλωβάομαι

Revision as of 19:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Pass.,

   A sustain grievous injuries, ἅγωγ' ὑπ' αὐτῶν ἐξελωβήθην S.Ph.330.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλωβάομαι: παθ. ὑφίσταμαι βαρείας βλάβας, ἅγωγ’ ὑπ’ αὐτῶν ἐξελωβήθην Σοφ. Φ. 330.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
ao. ἐξελωβήθην;
recevoir une injure grave.
Étymologie: ἐκ, λωβάομαι.

Greek Monotonic

ἐκλωβάομαι: αόρ. αʹ ἐξελωβήθην — Παθ., υφίσταμαι βαριές βλάβες, υβρίζομαι, προσβάλλομαι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκλωβάομαι: быть оскорбляемым (ἐξελωβήθην ὑπ᾽ αὐτῶν Soph.).