βλιτομάμας
English (LSJ)
v. βλιτομάμμας.
French (Bailly abrégé)
c. βλιτομάμμας.
Greek Monotonic
βλῐτομμάμας ή βλιτομάμας: -ου, ὁ, χαζός, γκαφατζής, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
v. βλιτομάμμας.
c. βλιτομάμμας.
βλῐτομμάμας ή βλιτομάμας: -ου, ὁ, χαζός, γκαφατζής, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).