Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
ἔναξα: αόρ. αʹ του νάσσω.
ἔναξα: aor. к νάσσω.