ἱματίζω

Revision as of 13:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

fut. -ιῶ,

   A furnish with clothing, UPZ2.14 (ii B.C.), etc.:—Pass., τοῦ παιδὸς τρεφομένου καὶ -ομένου POxy.275.14 (i A.D.); γυνὴ ἱματισμένη ἔχιδνα Secund.Sent.8; ἱματισμένος Ev.Marc.5.15.

German (Pape)

[Seite 1252] bekleiden, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμᾰτίζω: ἐνδύω· μετοχ. παθ. πρκμ. ἱματισμένος Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ε΄, 15, κτλ.

French (Bailly abrégé)

vêtir.
Étymologie: ἷμα.

English (Strong)

from ἱμάτιον; to dress: clothe.

English (Thayer)

perfect passive participle ἱματισμενος; (ἱμάτιον); to clothe: Sept. nor in secular authors (cf. Winer's Grammar, 26 (25)).)

Greek Monolingual

ἱματίζω (Α) ιμάτιον
ντύνω («σωφρονοῡντα καὶ ἱματισμένον», ΠΔ).

Greek Monotonic

ἱμᾰτίζω: (ἱμάτιον), ντύνω, ενδύω· μτχ. Παθ. παρακ. ἱματισμένος.

Middle Liddell

ἱμᾰτίζω, ἱμάτιον
to clothe.