κάλλιστος

Revision as of 22:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

η, ον, Sup. of καλός;

   A v. καλός B.

German (Pape)

[Seite 1311] superl. zu καλός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιστος: -η, -ον, Ὑπερθ. τοῦ καλός· ἴδε καλός Β.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de καλός.

English (Autenrieth)

see κᾶλός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κάλλιστος, -η, -ον)
(υπερθ. του καλός) ο άριστος, ο πάρα πολύ καλός.
επίρρ...
κάλλιστα (AM κάλλιστα και καλλίστως)
πολύ καλά, άριστα
αρχ.
φρ. «κάλλιστ' ἀκούω» — έχω πολύ καλή φήμη (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων.

Greek Monotonic

κάλλιστος: -η, -ον,
1. υπερθ. του καλός.
2. βλ. καλός Β.

Russian (Dvoretsky)

κάλλιστος: superl. к καλός.