κολαστήριον
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 lieu de punition, de supplice;
2 instrument de supplice;
3 châtiment.
Étymologie: κολάζω.
Greek Monotonic
κολαστήριον: τό (κολάζω)·
I. σωφρονιστήριος οίκος, σε Λουκ.
II. = κόλασμα, κόλασις, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κολαστήριον: τό1) орудие наказания или пытки (μανικὸν καὶ βάρβαρον Plut.);
2) место наказания Luc.;
3) Xen. = κόλασμα.