παλινηνεμία

Revision as of 01:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ἡ,

   A returning calm, AP10.102 (Bass.; v.l. πολυν-).

German (Pape)

[Seite 450] ἡ, wiederkehrende Windstille, Bass. 6 (X, 102), v. l. πολυην.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλῐνηνεμία: ἡ, ἐπανερχομένη νηνεμία, Ἀνθ. Π. 10. 102· Πλανούδ. πολυν-.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
calme renaissant.
Étymologie: πάλιν, νηνεμία.

Greek Monolingual

παλινηνεμία, ἡ (Α)
η νηνεμία που επανέρχεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + νηνεμία.

Greek Monotonic

πᾰλῐνηνεμία: ἡ, ησυχία που επιστρέφει, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλῐνηνεμία: ἡ возвращающееся безветрие Anth.