ον, A = ἀέναος, q.v.
ἀείναος: -ον, = ἀέναος, ὃ ἴδε.
ος, ον :p. contr. ἀείνως;c. ἀέναος.
v. ἀέναος.
ἀείναος: -ον = ἀέναος, βλ. αυτ.
ἀείναος: Her. = ἀέναος.