ῡνος, ὁ, A v. κίνδυνος.
κίνδυν: -ῡνος, ὁ, ἴδε κίνδυνος, ἐν ἀρχ.
κίνδυν, -υνος, ὁ (Α)βλ. κίνδυνος.
κίνδυν: ὁ, только gen. κίνδῡνος и dat. κίνδῡνι Sappho = κίνδυνος.