aor. 2 inf. of ἀνατρέχω.
ἀναδρᾰμεῖν: ἀπαρ. ἀόρ. β΄ τοῦ ἀνατρέχω.
inf. ao.2 de ἀνατρέχω.
ἀναδρᾰμεῖν: απαρ. αορ. βʹ του ἀνατρέχω.
ἀναδραμεῖν: inf. aor. 2 к ἀνατρέχω.