Στυμφάλιος

Revision as of 14:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

French (Bailly abrégé)

α, όν :
de Stymphale.
Étymologie: Στύμφαλος.

English (Slater)

Στυμφᾱλιος
   1 of Stymphalos ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισόμενον (O. 6.99)

Russian (Dvoretsky)

Στυμφάλιος: (ᾱ) стимфалийский Her., Pind., Xen.

English (Woodhouse)

Stymphalian