ἄοιστος
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
Greek (Liddell-Scott)
ἄοιστος: -ον, ἀφόρητος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 881, καθ’ Ἕρμ. ἀντὶ ἄϊστος.
Russian (Dvoretsky)
ἄοιστος: невыносимый, нестерпимый (Aesch. - v. l. к ἄϊστος).