περισπεῖν

Revision as of 10:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A v. περιέπω.

Greek (Liddell-Scott)

περισπεῖν: ἴδε περιέπω.

French (Bailly abrégé)

v. περιέπω.

Greek Monolingual

Α
απρμφ. αορ. β' του περιέπω.

Greek Monotonic

περισπεῖν: απαρ. αορ. βʹ του περιέπω.

Russian (Dvoretsky)

περισπεῖν: inf. aor. 2 к περιέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περισπεῖν inf. aor. act. van περιέπω.