ἀγριορίγανος
English (LSJ)
ὁ,
A marjoram, Origanum viride, Dsc.3.29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριορίγᾰνος: ὁ, τὸ ἄγριον ὀρίγανον («ῥίγανη»), Διοσκ. 3. 34.
ὁ,
A marjoram, Origanum viride, Dsc.3.29.
ἀγριορίγᾰνος: ὁ, τὸ ἄγριον ὀρίγανον («ῥίγανη»), Διοσκ. 3. 34.