δύσθνητος
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Spanish (DGE)
-ον
de agonía, agonizante στέρνων δ' ἄπο φύσημ' ἀνεὶς δύσθνητον E.Ph.1438 (cód., pero v. δύστλητος).
Russian (Dvoretsky)
δύσθνητος: смертный: φύσημα δύσθνητον Eur. хрипение умирающего.