Κενταύρειος

Revision as of 03:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

α, ον,

   A of Centaurs, γένος E.IA706; αἷμα Luc.Peregr. 25.

Greek (Liddell-Scott)

Κενταύρειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τοὺς Κενταύρους, γένος Εὐρ. Ι. Α. 706.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de centaure.
Étymologie: Κένταυρος.

Greek Monotonic

Κενταύρειος: -α, -ον, αυτός που χαρακτηρίζει τους Κενταύρους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Κενταύρειος: кентавров (γένος Eur.).

Middle Liddell

Κενταύρειος, η, ον
Centaurian, of Centaurs, Eur.