Λεοντίς
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
Greek (Liddell-Scott)
Λεοντίς: -ίδος, ἡ, «φυλὴ Ἀθήνησιν· ἀπὸ Λεὼ τοῦ Ὀρφέως» Φώτ., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 27, Πολυδ. Η΄, 110, διάφ. γραφ. Λεωντίς.
Russian (Dvoretsky)
Λεοντίς: ίδος (ῐδ) ἡ Леонтида (одна из атт. фил) Xen., Plut.