A v. μαστός.
Greek (Liddell-Scott)
μασθός: ὁ, ἴδε ἐν λ. μαστός.
French (Bailly abrégé)
c. μαστός.
Greek Monolingual
μασθός, o (AM)
βλ. μαστός.
Greek Monotonic
μασθός: μεταγεν. τύπος τοῦ μαστός.
Russian (Dvoretsky)
μασθός: ὁ Aesch., Xen., Plut. = μαστός.
Frisk Etymological English
Meaning: breast
See also: s. μαστός.