περίσαμος

Revision as of 07:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Russian (Dvoretsky)

περίσᾱμος: дор. = περίσημος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίσᾱμος Dor. voor περίσημος.