Πυθῶθεν

Revision as of 08:29, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Adv., (Πυθώ)

   A from Pytho, Pi.I.1.65, St.Byz.

French (Bailly abrégé)

adv.
de Pythô.
Étymologie: Πυθώ, -θεν.

Greek Monolingual

και Πυθόθεν Α
επίρρ. από την Πυθώ ή από τους Δελφούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Ἀθήνα-θεν)].

Greek Monotonic

Πῡθῶθεν: επίρρ. (Πυθώ), από την Πυθώ, από τους Δελφούς, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

Πῡθῶθεν: adv. из Пифо или из Дельф Pind.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Πυθῶθεν [Πυθώ] adv., vanuit Pytho.