A v. μίκρασπις.
[Seite 911] ιδος, ὁ, mit kleinem Schilde, Plat. Critia. 119 b, v. l. μικρ.
σμίκρασπις: -ιδος, ὁ, ἴδε μίκρασπις.
-άσπιδος, ὁ, ἡ, Αβλ. μίκρασπις.
σμίκρασπις: ιδος adj. Plat. v. l. = μίκρασπις.