σύμμετρον
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
Russian (Dvoretsky)
σύμμετρον: τό соразмерность, (правильная) мера (τὸ ξ. καὶ καλόν Plat.): δένδρον πολυκαρπότερον τοῦ συμμέτρου Plat. дерево, чрезмерно отягощенное плодами.