Med.,
A confirm, τὸ δόγμα S.E.M.1.271.
[Seite 987] med, bestätigen, S. Emp. adv. gramm. 271.
συμπιστόομαι: μέσ., ἐπιβεβαιῶ, τὸ δόγμα Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 271.
συμπιστόομαι: подтверждать (τὸ δόγμα Sext.).