συναπολύω

Revision as of 13:16, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A release together, τινά τινι J.AJ10.9.1:—Pass., Plu.2.406e, S.E.M.11.66.

German (Pape)

[Seite 1002] mit befreien, S. Emp. adv. eth. 66.

Greek (Liddell-Scott)

συναπολύω: ἀπολύω συγχρόνως ἢ ὁμοῦ, Θεοδωρήτ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1, 31. ― Παθ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 66.

Greek Monolingual

Α
απολύω μαζί ή συγχρόνως.

Russian (Dvoretsky)

συναπολύω: одновременно освобождать (τινά τινος Sext.).