Greek (Liddell-Scott)
ἔντε: Λοκρ. ἀντὶ ἔστε, ἕως οὗ, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 87 ἔντε κα ζώωντι (= ἔς τ’ ἂν ζῶσι) Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F. 42· ἔντε κα ζώῃ αὐτόθι 407.
Spanish (DGE)
v. ἔστε.
Frisk Etymological English
See also: s. ἔστε.
Frisk Etymology German
ἔντε: {énte}
See also: s. ἔστε.
Page 1,523