εὐθυθάνατος

Revision as of 18:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

English (LSJ)

[θᾰ], ον,

   A quick-killing, mortal, πληγή Plu.Ant.76.

German (Pape)

[Seite 1070] sogleich tödtend, πληγή, Plut. Ant. 76.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυθάνατος: -ον, ταχέως φονεύων, θανάσιμος, πληγὴ Πλουτ. Ἀντών. 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cause la mort sur-le-champ.
Étymologie: εὐθύς, θάνατος.

Greek Monolingual

εὐθυθάνατος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει γρήγορα τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + θάνατος.

Greek Monotonic

εὐθυθάνᾰτος: -ον, αυτός που σκοτώνει γρήγορα, που επιφέρει άμεσο, θανάσιμο πλήγμα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθῠθάνᾰτος: причиняющий немедленную смерть, убивающий наповал (πληγή Plat.).

Middle Liddell

εὐθυ-θάνᾰτος, ον
quick-killing, mortal, Plut.