herbergier
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Dutch > Greek
ἀπαντητής, κάπηλος, ξεινοδόκος, ξενηδόκος, ξενοδόκος, ξενοδόχος, πανδοκεύς, πανδοκεύτρια, πανδοχεύς
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ἀπαντητής, κάπηλος, ξεινοδόκος, ξενηδόκος, ξενοδόκος, ξενοδόχος, πανδοκεύς, πανδοκεύτρια, πανδοχεύς