πρωτόπλαστος

Revision as of 15:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A first-formed, of Adam, LXX Wi. 7.1, 10.1, Ph.Fr.61 H.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst gebildet, geschaffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόπλαστος: -ον, ὁ πρῶτος πλασθείς, ἐπὶ τοῦ Ἀδάμ, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ´, 1), Κλήμ. Ἀλ. 559.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρωτόπλαστος, -ον, ΝΜΑ
1. (για τον Αδάμ) αυτός που πλάστηκε πρώτος
2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλαστος
ο Αδάμ
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι
ο Αδάμ και η Εύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + πλαστός (< πλάσσω)].