ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
-ον, Ααυτός που βρίσκεται γύρω από τον μηρό («τοῖς περιμήροις τοῦ σώματος μέρεσι», Κύριλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μηρός.