στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
βραχύς ;; σύντομος ;; κοῦφος ;; βαιός ;; παῦρος ;; νεογιλός ;; ἀνάκωλος ;; ταχύς ;; μικρός ;; ὀλίγος