Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
συνεστιάω, σιτοποιέω, σιτίζω, σιτίσδω, σιτέομαι, βόσκω, ἐπιβόσκομαι, ἀποφέρβομαι, ἅπτω