ἐμφύσησις
English (LSJ)
εως, ἡ, A inflation, Plu.2.1077b; flatulence, Ath.1.32e (pl.).
German (Pape)
[Seite 820] ἡ, das Einblasen, Aufblähen der Eingeweide mit Winden, Ath. I, 32 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφύσησις: -εως, ἡ, ἐμπνευμάτωσις, «φούσκωμα», Πλούτ. 2. 1077Β, Ἀθήν. 32Ε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de souffler dans ; gonflement.
Étymologie: ἐμφυσάω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 hinchazón, inflacióncomo etim. de φύσις: ὠνομάσθαι τὴν δὲ φύσιν ἐμφύσησιν οὖσαν que se llama «φύσις» (crecimiento) por ser una inflación Chrysipp.Stoic.2.212.11.
2 flatulencia οἶνοι ... ἐμφυσήσεις τε ἐνεργάζονται Ath.32e.
3 insuflación τρήματα ... ἐκκαθαίροντας ἐμφυσήσει σφοδροτέρου πνεύματος limpiando los orificios mediante la insuflación de una corriente de aire más vehemente Gal.6.178
•crist. inspiración ref. al Espíritu Santo, Origenes M.17.25A, Basil.M.31.1429A, Ammon.Io.632.1, Πνεῦμα ... ἐκ τῆς θείας ἐμφυσήσεως ἐλάβομεν Olymp.M.93.532C.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφύσησις: εως (ῡ) ἡ раздувание, разбухание Plut.