ἐπιψελλίζω
English (LSJ)
A lisp, Arr.Epict.3.24.88.
German (Pape)
[Seite 1006] dazu stammeln, lallen, Arr. Epict. 3, 24, 88.
Greek Monolingual
ἐπιψελλίζω (Α)
λέω ψελλίζοντας, ψευδίζοντας.
A lisp, Arr.Epict.3.24.88.
[Seite 1006] dazu stammeln, lallen, Arr. Epict. 3, 24, 88.
ἐπιψελλίζω (Α)
λέω ψελλίζοντας, ψευδίζοντας.