βραχυστομία

Revision as of 16:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A smallness of mouth, Eust.767.16.

German (Pape)

[Seite 462] ἡ, die enge Mündung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχυστομία: ἡ, τὸ ἔχειν βραχύ, μικρὸν στόμα, Εὐστ. 767. 16.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ pequeñez de boca βρεφικὴ β. Eust.767.15.

Greek Monolingual

βραχυστομία, η (Μ)
(για βρέφος) το ότι έχει μικρό στόμα και χρειάζεται ειδικό τάισμα.