θρασυχειρία

Revision as of 20:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ἡ,

   A boldness of hand, Poll.2.148.

German (Pape)

[Seite 1217] ἡ, Kühnheit mit der Faust, Poll. 2, 148.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσυχειρία: ἡ τόλμη χειρῶν, Πολυδ. Β΄, 148.

Greek Monolingual

θρασυχειρία, ἡ (Α) θρασύχειρος
μεγάλη δύναμη στα χέρια.