χορδοστρόφος

Revision as of 10:29, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A twister of strings, D.Chr.8.4, Ptol.Tetr.180 (misprinted χονδρο-, cf. Procl.Par.Ptol.250).

German (Pape)

[Seite 1365] Darmsaiten drehend, der Darmsaitendreher, Procl. paraphr. Ptolem.

Greek (Liddell-Scott)

χορδοστρόφος: ὁ, ὁ στρέφων, κλώθων χορδὰς, ὀργανοποιούς, χορευτάς, χορδοστρόφους Πρόκλ. Παράφρ. Πτολεμ. 4, 4, σ. 250, Δίων Χρυσ. τ. 1, σ. 276.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. χορδοποιός
2. χορδιστής που ρυθμίζει τους βασικούς τόνους τών χορδών τών μουσικών οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -στρόφος (< στρέφω), πρβλ. νευρο-στρόφος.