πρόσκῠσον, aor. 1 part. and imper. of προσκυνέω.
προσκύσας: πρόσκῠσον, ἀόρ. α΄ μετοχ. καὶ προστακτ. τοῦ προσκυνέω.
προσκύσας ptc. aor. act. van προσκυνέω.