ἐσχαρίτης
English (LSJ)
[ῑ] (sc. ἄρτος), ὁ, A bread baked over the fire, Antidot.3, Crobyl.2, LXX2 Ki.6.19, J.AJ7.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐσχᾰρίτης: (δηλ. ἄρτος), ὁ, ἄρτος ὠπτημένος ἐπὶ ἐσχάρας, Ἀντίδοτος ἐν «Πρωτοχόρῳ» 2, Κρώβυλος ἐν «Ἀπαγχομένῳ» 2. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐσχαρίτης· ἄρτος ἔγκρυπτος».