εὐθυντέον
English (LSJ)
A one must correct, τοὺς Εὐκλείδου ὅρους Iamb.in Nic.p.26P.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυντέον: ῥημ. ἐπιθ. τοῦ εὐθύνω, δεῖ εὐθύνειν, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. 34D.
A one must correct, τοὺς Εὐκλείδου ὅρους Iamb.in Nic.p.26P.
εὐθυντέον: ῥημ. ἐπιθ. τοῦ εὐθύνω, δεῖ εὐθύνειν, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. 34D.