A v. κακκάβη (A).
[Seite 1298] ἡ, = κακκάβη 2, VLL. erkl. es als ein ἀγγεῖον; Antiphan. bei Ath. IV, 169 e; Nicochar. Poll. 10, 106.
κάκκᾰβος: ἴδε κακκάβη (Α).
κάκκαβος, ὁ (Α)κακκάβη (Ι).[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κακκάβη (Ι)].