μεταδέχομαι

Revision as of 15:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Pass., A to be participated in, ὑπὸ οὐσίας Procl.in Prm. 851 S. (dub. l.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταδέχομαι: ἀποθ., δέχομαι μετὰ ταῦτα, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

και ματαδέχομαι (ΑM μεταδέχομαι)
νεοελλ.-μσν.
δέχομαι κάποιον ή κάτι εκ νέου
αρχ.
δέχομαι κάποιον ή κάτι αργότερα, ύστερα.