εως, ἡ, A a heaping, piling up, Sch.A.R.1.403.
[Seite 251] ἡ, das Häufen, Aufhäufen (?).
νήησις: ἡ, πλήρωσις, ἐπισώρευσις, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 403.
νήησις, ἡ (Α)βλ. νῆσις.