νεκυηδόν

Revision as of 16:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A corpse-like, Euph.88, Sch. D.T.p.276H.

Greek (Liddell-Scott)

νεκυηδόν: Ἐπίρρ., ὡς νεκρὸν σῶμα, ὡς λείψανον, Εὔφορ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46. 14, Σχόλ. εἰς Διον. Θρ. ἐν τοῖς Ἀνεκ. Ὀξων. 4. 330, (νεκυδὸν κακῶς ἐν Α. Β. 941).

Greek Monolingual

νεκυηδόν (Α)
επίρρ. σαν νεκρό σώμα, σαν λείψανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + επιρρηματική κατάλ. -ηδόν (πρβλ. κυκλ-ηδόν, λυκ-ηδόν)].