προμιαίνω
English (LSJ)
A defile beforehand, J.BJ4.6.3.
German (Pape)
[Seite 734] vorher beflecken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προμιαίνω: μιαίνω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 3.
Greek Monolingual
Α
μιαίνω εκ τών προτέρων.
A defile beforehand, J.BJ4.6.3.
[Seite 734] vorher beflecken, Sp.
προμιαίνω: μιαίνω ἐκ τῶν προτέρων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 3.
Α
μιαίνω εκ τών προτέρων.