ἐγκαταπαίζω
English (LSJ)
A mock at, τινί LXX Jb.40.14(19).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπαίζω: ἐμπαίζω, περιπαίζω, τινὶ Εὐσ. Ε. Ἱστ. 2. 13 ἐν τέλ., Κύριλλ.
Spanish (DGE)
burlarse c. dat. παντοίων ... κακῶν σεσωρευμέναις γυναιξίν Eus.HE 2.13.8
•en v. pas. ser ridiculizado πεποιημένον ἐγκαταπαίζεσθαι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ LXX Ib.40.19, cf. 41.25.
Greek Monolingual
ἐγκαταπαίζω (AM)
περιπαίζω.