A v. ἅπτω.
ἧμμαι: ἴδε ἐν λ. ἅπτω.
pf. Pass. de ἅπτω¹ et ἅπτω².
ἧμμαι: Παθ. παρακ. του ἅπτω.
ἧμμαι: pf. pass. к ἅπτω I.