καλλίφως
English (LSJ)
A shining gloriously, epithet of a divinity, PMag.Par.1.594.
Spanish
Greek Monolingual
καλλίφως, ὁ (Α)
(για θεό) αυτός που λάμπει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + φῶς, φωτός].
A shining gloriously, epithet of a divinity, PMag.Par.1.594.
καλλίφως, ὁ (Α)
(για θεό) αυτός που λάμπει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + φῶς, φωτός].